φήμα — φήμᾱ , φήμη a. fem nom/voc/acc dual φήμᾱ , φήμη a. fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φήμας — φήμᾱς , φήμη a. fem acc pl φήμᾱς , φήμη a. fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φήμ' — φήμᾱͅ , φήμη a. fem dat sg (doric aeolic) φημι , φημί Spir. Prooem. pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φήμαν — φήμᾱν , φήμη a. fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φήματα — φῆμα that which is said neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φῆμ' — φῆμαι , φήμη a. fem nom/voc pl φῆμα , φῆμα that which is said neut nom/voc/acc sg φῆμι , φῆμις speech fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεμνοδότειρα — ἡ, Α 1. αυτή που προσφέρει μεγαλοπρεπή δώρα («σεμνοδότειρα Φήμα», Βακχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνός + δότειρα, θηλ. τού δοτήρ (< δίδωμι)] … Dictionary of Greek
φήμη — Θεότητα της ελληνικής μυθολογίας, προσωποποίηση της μετάδοσης του λόγου, των παραδόσεων, των διηγήσεων κλπ. Θεωρούνταν κυρίως η θεά της αναγγελίας των νικών στους αθλητικούς αγώνες και γι’ αυτό οι ποιητές τη χαρακτήριζαν πτερόεσσα, πολύλαλο,… … Dictionary of Greek
φημί — ΝΜΑ, και δωρ. τ. φαμί και αιολ. τ. φᾱμι Α νεοελλ. (λόγια φρ.) «αυτός έφα» χρησιμοποιείται για να δηλώσει γνώμη που έχει εκφραστεί από αυθεντία, χωρίς να επιδέχεται καμιά αμφισβήτηση, και η οποία προέρχεται από τη φράση που χρησιμοποιούσαν οι… … Dictionary of Greek
φημοσύνη — ἡ, Α χρησμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φῆμα* + κατάλ. σύνη*. Το μο τού τ. έχει πιθ. προέλθει από παλαιότερη απόδοση τού mn (> μᾰ)] … Dictionary of Greek